- σεμνόποτος
- -ον, Α(για κρασί από τη Λέσβο) ακριβός, δαπανηρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + -ποτος (< ποτός* < πίνω), πρβλ. πολύ-ποτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεμνοπότου — σεμνόποτος costly to drink masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)